ορεογνωσία

ορεογνωσία
και ορογνωσία, η
κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τον σχηματισμό και τη σύσταση τών ορέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεο- / ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + γνωσία (< γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο-γνωσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορεογνωστικός — και ορογνωστικός, ή, ό [ορεογνωσία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορεογνωσία …   Dictionary of Greek

  • ορογνωσία — η βλ. ορεογνωσία …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”